- πέσσιον
- πέσσ-ιον, τό, Dim. of πεσσός : in pl.,A
παίξαντα πέττια πρὸς τὴν σελήνην Plu.2.355d
(s. v. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παίξαντα πέττια πρὸς τὴν σελήνην Plu.2.355d
(s. v. l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πέσσιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσσιον — και πέττιον, τὸ, Α [πεσσός] μικρός πεσσός («παίξαντα πέσσια πρὸς την Σελήνην», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πέττιον — τὸ, Α βλ. πέσσιον … Dictionary of Greek
πέττια — πέσσια , πέσσιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)